- καλαμίτιδα
- ἡ (Α καλαμῑτις)νεοελλ.1. ναυτ. ονομασία αρχικής ατελούς ναυτικής πυξίδας2. χημ. ονομασία τού μαγνητικού οξειδίου τού σιδήρουαρχ.είδος ακρίδας, η καλαμαία*.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προέρχεται από το ουσ. καλάμη].
Dictionary of Greek. 2013.